- μπλοφάρω
- μπλοφάρω, μπλόφαρα και μπλοφάρισα βλ. πίν. 53
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μπλοφάρω — [μπλόφα] 1. (στο χαρτοπαίγνιο) προσπαθώ να εξαπατήσω τον αντίπαλο με τη δημιουργία τής εντύπωσης ότι έχω καλύτερο χαρτί από το δικό του 2. μεταχειρίζομαι απατηλό λόγο ή ψεύτικη ενέργεια ή, γενικά, τηρώ στάση τέτοια ώστε να εξαπατήσω ή να… … Dictionary of Greek
μπλοφάρω — (λ. αγγλ.), μπλόφαρα, κάνω μπλόφα (βλ. λ.): Φαινόταν ότι μπλόφαρε γι’ αυτό δεν ενέδωσα στον εκβιασμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπλοφάρισμα — το η ενέργεια τού μπλοφάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπλοφάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα] … Dictionary of Greek